- εξομόνω
- εξόμοσα, αμτβ., γίνομαι εξωμότης, απαρνιέμαι τη θρησκεία μου, αλλαξοπιστώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξομόνω — και εξομώνω αρνούμαι με όρκο τη θρησκεία μου και προσχωρώ σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομώνω (< ρίζα ομ τού όμνυμι «ορκίζομαι»)] … Dictionary of Greek